Δεν μπορείς να νικήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Δεν μπορείς να πολεμήσεις τους εχθρούς που 'χεις μέσα σου.
Μπορείς να τους αγκαλιάσεις, να τους γνωρίσεις, να τους αγαπήσεις.
Να μάθεις να ζεις με αυτούς και να δέχεσαι τα λάθη τους.
Όχι με βία, αλλά με αγάπη, μόνο έτσι θα καταφέρεις κάποτε να τους εξοντώσεις.
Αγάπησε τη σκοτεινή σου πλευρά, μετράει πιο πολύ από το να αγαπάς το "στιλιζαρισμένο" εγώ σου...

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Σιωπή και θύμηση...

Θυμάμαι. Τη μυρωδιά σου ποτισμένη στα σεντόνια. Την ψευδαίσθηση της αγκαλιάς σου τις νύχτες. Εκείνα τα φιλιά στο μέτωπο, που με έκαναν να νιώθω σα νήπιο και ταυτόχρονα με άφηναν για μια στιγμή χωρίς ανάσα. Θυμάμαι τα νύχια σου να γδέρνουν παθιασμένα το κορμί μου, και τα βογκητά μας να πλημμυρίζουν το δωμάτιο. Τον ιδρώτα σου πάνω μου και τα μάτια σου μέσα μου. Θυμάμαι τις ηλίθιες γκριμάτσες σου, κι εκείνο το βλέμμα κουταβιού που επιχειρείς κάποιες φορές. Σε θυμάμαι να χορεύεις στο δωμάτιο και να τραγουδάς στο αυτοκίνητο. Να κουλουριάζεσαι σα μωρό και να φέρεσαι σα μικρός κόπανος. Διαπεραστικές στιγμές, δάχτυλα μπλεγμένα, ψυχές ανάκατες. Θυμάμαι τον ήχο της φωνής σου σε τηλεφωνήματα απροσδόκητα. Τον ήχο της σιωπής σου. Αυτή την απροσδιόριστη χαρά-μάσκα, και τη φορεσιά της κυνικότητας. Τον τρόπο που κολλάς τη μούρη σου πάνω στο τιμόνι όταν βαριέσαι, τον τρόπο που με τραβάς πάνω σου όταν με θέλεις. Τη γεύση που έχει το στόμα σου. Την επιρροή που έχει η αύρα σου. Θυμάμαι το χτύπο της καρδιάς σου στο μάγουλο μου. Τα δάκρυα στο πρόσωπο σου, ή αυτό το μειδίαμα όταν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς. Το χαμόγελο σου, την επιμονή σου να με προκαλείς, την απαράδεκτη πεποίθηση σου για την ορθότητα των επιχειρημάτων σου. Τον αλλόκοτο τρόπο σου να καταπίνεις τις μπουκιές σου, τον τρόπο σου να καταπίνεις εμένα. 
Θυμάμαι εμένα γεμάτη και εμένα κενή. Θυμάμαι εμάς, καρικατούρες σε μια βροχή μικρών φθαρτών παραδείσων. Θυμάμαι τις θύμησες, τις προσκαλώ γλυκά και τις νανουρίζω. Έχω εσένα.

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Ένα φιλί και όλα τα ανείπωτα...

Πλησίασε αθόρυβα και τύλιξε τα χέρια του γύρω της, την έκλεισε ολόκληρη στην αγκαλιά του. Άφησε ένα φιλί στο λαιμό της και ένας αναστεναγμός από το στήθος του βρήκε καταφύγιο πάνω στο σώμα της. Έτσι αβίαστα την κυρίευσε ένα αίσθημα ηρεμίας και μια μυρωδιά από ανείπωτες λέξεις που ψιθύριζαν επιθυμία. Ξεκούρασε το κεφάλι του πάνω στον ώμο της και άφησε τη ζεστασιά της να τον παρασύρει, κάπου μακριά από το εδώ και το τώρα. Έμειναν αρκετή ώρα έτσι, ξεχασμένοι θαρρείς, παραδομένοι σε ένα παράλληλο χωροχρόνο που δεν ορίζεται παρά μόνο από το εγώ και το εσύ, από αυτό το μαζί που κάνει όλα τα άλλα να φαντάζουν μικρά και ασήμαντα. Δεν υπήρχε καμία άλλη ανάγκη, καμία πρόθεση, καμία θέληση. Παρά μόνο αυτό το αναλλοίωτο και υπέροχο της παύσης, της αποκοπής.
Του φάνταζε τόσο μικροσκοπική εκεί ανάμεσα του, ένιωθε πως ήθελε να την προστατεύσει από τα όλα του κόσμου εκείνου έξω. Κι εκείνη κουλουριασμένη στην αγκαλιά του πίστευε πως τίποτα δεν μπορούσε να διαπεράσει τον φύλακα της.
Και κάπου εκεί έρχεται ένα βλέμμα βαθύ και διαπεραστικό, ένα απαλό χάδι και ένα φιλί, για να σφραγίσουν την ομορφιά της στιγμής και τα εκκωφαντικά ανείπωτα...

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Γδύσου...

Να γδυθώ μου ζητούσες επίμονα, μα δεν τολμούσα. Με τρόμο σκεφτόμουν πως θα τα δεις όλα, κι ας είναι λιγοστό το φως. Θα λάμψουν οι αμυχές στο σκοτάδι, θα πάρουν μορφή τα ξεχασμένα γδαρσίματα. Δεν ήθελα να σου φανερώσω τις πληγές μου. Φοβόμουν. Όταν απογυμνώνονται τα εσώτερα, γίνονται ποτάμι, χείμαρρος, και δεν υπάρχει γυρισμός.
Είπα να σου εξηγήσω, να τα βάλω σε μια σειρά, να σου τα παρουσιάσω με λέξεις, μήπως και γίνουν πιο εύπεπτα, μήπως τρόμαζε λιγότερο η σκέψη της απογύμνωσης. Πάλευα, πόσο πάλευα. Άνοιγα το στόμα, ανέπνεα βαθιά, έκανα να αρθρώσω αλλά πνίγονταν οι πόνοι και φάνταζα αλήθεια τόσο γελοία.
Όχι, παρεξήγησες, δεν ήταν δειλία. Αλλά να, δεν είχα μάθει να γδύνομαι. Μόνη μου, κατ' επιλογή. Είχα συνηθίσει να με παρασύρουν και ύπουλα να απομακρύνουν τη φορεσιά μου. Άλλοτε να μου την ξεσκίζουν βίαια και χωρίς οίκτο. Όμως όχι αυτό, αυτό δεν ήταν βήμα να γίνει έτσι εύκολα. Ήταν salto mortale κανονικό, απ' αυτά που σου τρυπάνε και μυαλό και ψυχή και ξεχνάς να αναπνεύσεις.
Είχες σταθεί εκεί απέναντι, περίμενες υπομονετικά και ανυπόμονα. Δύο μάτια έχουν μεγαλύτερη δύναμη απ' όση αντέχεται πολλές φορές. Εκεί κι εγώ, κοκκαλωμένη. Η εξουσία του χρόνου αμείλικτη, ποτέ δεν υπολογίζει τα θέλω και την αδυναμία.
- Γδύσου.
- Ντρεπομαι.
- Ποιον;
- Εμένα.
Δεν θέλω να με δω, φοβάμαι να με δω. Γιατί θα μου φανερώσω όλα όσα μου κρύβω.